ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις 10 Μαΐου 2013
- Γράφτηκε από τον/την Βασίλη Λορεντζάκη
Ο Samuel Beckett έγραψε το Περιμένοντας τον Γκοντό μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το χειμώνα του 1948 – 1949, αφού είχε στο μεταξύ επιδοθεί στην συγγραφή μυθιστορημάτων και μικρών αφηγημάτων. Η πρώτη σκηνική παρουσίαση του έγινε το 1953 στο Παρίσι σε σκηνοθεσία Roger Blin. Το κοινό αρχικά αντιμετώπισε με αδιαφορία το έργο, σταδιακά, ωστόσο, άρχισε να γίνεται όλο και πιο γνωστό για να καταλήξει σήμερα να θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα – αν όχι το σημαντικότερο – θεατρικό έργο του εικοστού αιώνα.
Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο δύσκολο, γεμάτο πυκνούς συμβολισμούς και πολλαπλές διακειμενικές αναφορές, μπορεί, όμως, να εκλύσει την πρωτογενή του ενέργεια μέσα από μία καλή σκηνοθεσία. Είναι ένα έργο κλασσικό και το πρόβλημα που θέτει, της ανθρώπινης απελπισίας, παραμένει όχι μόνο επίκαιρο αλλά και επιτακτικό.
Κατ’ αρχάς, ανατρέπει πολλές θεατρικές συμβάσεις που κυριαρχούσαν μέχρι τότε στο θέατρο. Δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, εθνικά ή ιστορικά, δεν δίνει πληροφορίες για τις πολιτικές ή κοινωνικές προϋποθέσεις και γενικά δεν δείχνει ενδιαφέρον για οποιοδήποτε ρεαλιστικό στοιχείο. Αντίθετα, τα πάντα σε αυτό το έργο, από το σκηνικό ως τα ονόματα, έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Έτσι, ο Beckett επανέφερε την παραβολή στο θέατρο, εξοβελίζοντας τον μέχρι τότε κυρίαρχο νατουραλισμό. Αλλά το πιο επαναστατικό στοιχείο σε αυτό, που προκάλεσε από τότε που πρωτοπαίχθηκε και συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα την βαθιά εντύπωση, είναι η στατικότητα του.
Το Περιμένοντας το Γκοντό, σε πείσμα όλων των θεατρικών συμβάσεων, δεν διαθέτει καμία εξέλιξη στην υπόθεση του. Αποτελείται από δύο πράξεις, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Τα όσα διαδραματίζονται στο πρώτο μέρος επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσια και στο δεύτερο. Και παρά ταύτα, το ενδιαφέρον του έργου διατηρείται αμείωτο. Η ένταση του σημασίας του εντοπίζεται αντιστικτικά στο βαθύ νόημα του, το οποίο, κατά παράδοξο τρόπο, συνίσταται στην διαπίστωση ότι νόημα δεν υφίσταται.
Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, οι δύο κεντρικοί του χαρακτήρες είναι δύο παρίες, δύο clochards, που περιφέρονται άσκοπα στη διάρκεια της μέρας και λίγο πριν την νύχτα καταλήγουν σε ένα συμπεφωνημένο σημείο όπου περιμένουν την έλευση ενός κάποιου κυρίου Γκοντό, ο οποίος, όμως, ποτέ δεν έρχεται αλλά αντ’ αυτού έρχεται πάντα κάποιο παιδί που τους ενημερώνει ότι ο Γκοντό δεν θα έρθει σήμερα, οπωσδήποτε, όμως, θα έρθει αύριο. Έτσι, η ζωή τους καθώς περιστρέφεται γύρω από την πάντα επικείμενη και πάντα αναστελλόμενη άφιξη του Γκοντό, δεν αποκτά κανένα άλλο λόγο ύπαρξης παρά στην συνάντηση τους και στην αναμονή. Οι ίδιοι το γνωρίζουν αυτό καθώς και την αναπόφευκτη εξάρτηση τους από το πρόσωπο του Γκοντό αλλά δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν. Δεν είναι ικανοί ούτε να συνεχίσουν να ζουν ούτε και να πεθάνουν. Επανέρχονται, ενίοτε, στην δυνατότητα της αυτοκτονίας τους αλλά και αυτήν την παρακάμπτουν με διάφορες προφάσεις. Αντιθέτως, προσπαθούν στην διάρκεια αυτού του χρόνου να απασχοληθούν μεταξύ τους με άσκοπες συζητήσεις, νάζια και παιχνίδια, να κινήσουν τον χρόνο μέχρι να έρθει, επιτέλους, ο Γκοντό ή έστω να νυχτώσει ώστε να λυτρωθούν από την αναμονή. Στη διάρκεια αυτή συναντούν τον Πότζο, έναν πλούσιο περιπλανώμενο, και τον Λάκυ, τον αχθοφόρο του. Η αναμονή και η άφιξη τους επίσης κινεί λίγο τον στατικό χρόνο αλλά τίποτε παραπάνω. Ο Πότζο και ο Λάκυ ξαναπερνούν στην δεύτερη πράξη χωρίς να θυμούνται ποιοι είναι ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν.
Και τι νόημα έχουν όλα αυτά; Γιατί το έργο αυτό είναι τόσο στατικό εντέλει; Ποιος είναι ο Γκοντό και γιατί αποκτά τόσο σημαντικό νόημα για αυτούς; Έχει προταθεί από ερμηνευτές ότι ο Γκοντό είναι ο ίδιος ο Θεός, η έλευση του οποίου θα επιφέρει την λύτρωση από την απελπισία της απουσίας νοήματος. Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται – πέρα από το εσχατολογικό νόημα που αποκτά το πρόσωπο του Γκοντό στο έργο – και από την ετυμολογική εγγύτητα του ονόματος Godot με την αγγλική λέξη God. Αλλά η ερμηνεία αυτή είναι, βέβαια, πολύ στενή για ένα έργο τόσο βαθύ. Ο ίδιος ο Beckett υποδείκνυε ότι το ουσιώδες δεν είναι να σκεπτεί κανείς πάνω στον Γκοντό αλλά στο περιμένοντας του τίτλου. Εξάλλου, ισχυριζόταν ότι το όνομα Γκοντό προέκυψε από τον συνδυασμό των λέξεων godillot (αρβύλα) και godasse (παπούτσι), υπογράμμιζε δηλαδή την βαθιά σύνδεση των χαρακτήρων – συμπεριλαμβανομένου του Γκοντό – με την γη και όχι με το επέκεινα.
Όποιος, όμως, και αν είναι ο Γκοντό το πρόβλημα παραμένει: Γιατί ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν επιμένουν να τον περιμένουν; Ο Beckett επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως κεντρικούς χαρακτήρες δύο περιπλανώμενους παρίες για να μιλήσει για την ανθρώπινη συνθήκη. Όπως και εκείνοι, έτσι, και ο άνθρωπος είναι ένας παρίας πάνω στην γη, περιπλανάται άσκοπα στην ζωή αναζητώντας το νόημα που θα τον κάνει να συνεχίσει να ζει. Όμως αυτό το νόημα δεν είναι δεδομένο και όσο και αν απορροφάται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους βαθύτερα συνειδητοποιεί την ματαιότητα τους. Παρά ταύτα συνεχίζει να ζει επειδή συνεχίζει να ελπίζει στην έλευση αυτού του νοήματος σαν τον από μηχανής θεό, όπως ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν συνεχίζουν να περιμένουν απεγνωσμένα τον Γκοντό από τον οποίο εξαρτούν την ύπαρξη τους. Και ο Γκοντό δεν έρχεται ποτέ γιατί το νόημα που περιμένουν δεν υπάρχει αυτούσιο αλλά καλείται ο άνθρωπος να το δημιουργήσει – αν βέβαια μπορέσει. Υπό αυτήν την έννοια, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν είναι ήδη παραιτημένοι διότι μια τέτοια δημιουργία θα απαιτούσε και την υπεύθυνη ανάληψη της ελευθερίας τους. Αλλά αυτή η ελευθερία είναι δύσκολα διαχειρίσιμη και για αυτό ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν αρνούνται πεισματικά να δεχθούν την απουσία νοήματος και συνεχίζουν ματαίως να περιμένουν, εν γνώσει τους για αυτήν την ματαιότητα.
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται τα πρόσωπα των Πότζο και Λάκυ, που συγκροτούν μία – εγελιανής καταγωγής – διαλεκτική σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζομένου. Ο Πότζο είναι ο κύριος και ο Λάκυ είναι ο δούλος, μονίμως συνδεδεμένος με τον κύριο του από ένα σχοινί. Παρά την εξάρτηση του ο Λάκυ είναι Lucky (= τυχερός), γιατί έχει στερηθεί την ελευθερία του και άρα έχει απαλλαγεί από την πιεστική ανάγκη της ανεύρεσης του νοήματος. Ούτε ο Πότζο, όμως, είναι πραγματικά ελεύθερος γιατί ως εξουσιαστής εξαρτάται από την ύπαρξη του εξουσιαζομένου και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει και ο ίδιος. Ο Πότζο και ο Λάκυ συγκροτούν από κοινού ένα ζεύγος αλληλοσημάνσεων που επανέρχονται περιοδικά στην διάρκεια του έργου. Αυτή η περιοδικότητα υποδηλώνει την – πάλι εγελιανής καταγωγής – επανάληψη της ιστορίας, όμοιας αλλά και διαφορετικής, ανίκανης να ενθυμηθεί και να διαθέτει συνείδηση του εαυτού της, εξ ου και ότι η επαναφορά τους δεν γίνεται συνειδητή από τους ίδιους παρά μόνο από τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν. Ο Πότζο και ο Λάκυ τραβούν μπροστά στον ατέρμονο και μάταιο δρόμο τους όντας και οι ίδιοι καθηλωμένοι στο χρόνο, διότι η επανάληψη δεν συνιστά χρόνο, δημιουργώντας, όμως, με την επαναλαμβανόμενη έλευση τους, χρόνο στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, οι οποίοι με τη σειρά τους, καθώς συνειδητοποιούν την τραγική απουσία του χρόνου, έχουν επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσουν χρόνο για τους ίδιους και να εξέλθουν από την ακινησία της ύπαρξης τους. Έτσι, μέσα από την περιπλοκή των σχέσεων του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, του Πότζο και του Λάκυ και όλων μαζί με τον Γκοντό, αναδεικνύεται το βασικό θέμα του κειμένου, δηλαδή η χρονικότητα του ανθρώπου.
Ασφαλώς, τα παραπάνω σχόλια συνοψίζουν σε πολύ αδρές γραμμές τα πολλά και βαθύτατα νοήματα του συγκεκριμένου έργου. Στόχος δεν είναι μία εξαντλητική παρουσίαση αλλά μία συνοπτική και σε πρώτο επίπεδο απόπειρα ανάλυσης του, η οποία μπορεί να συνεχιστεί από την προσωπική έρευνα και εμπειρία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Το ζητούμενο είναι να διαφανεί η διαχρονική αξία και η οντολογικά επείγουσα σημασία του κειμένου αυτού για τον σύγχρονο άνθρωπο.