INSIDE LLEWYN DAVIS
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2017
- Γράφτηκε από τον/την Φίλιππος Φίλης
Σκηνοθέτης: Joel Cohen
Ετος:2013
Το Inside Llewyn Davis ανοίγει μ’ ένα γκρο πλαν του πρωταγωνιστή Llewyn στο υπόγειο Gaslight μπαρ όπου ερμηνεύει ένα λαϊκό ‘folk’ τραγούδι με το τίτλο ‘Hang me oh Hang me.’ Η σκηνή τοποθετείται στη Νέα Υόρκη του 1961, μια χρονιά σημαδιακή στην μεταπολεμική ιστορία των ΗΠΑ. Το γλυκόπικρο τραγούδι του Llewyn θέτει τα θεμέλια για έναν βαθύ στοχασμό πάνω στο κωμικοτραγικό αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης και το δυστοπικό περιβάλλον της ψυχροπολεμικής Αμερικής. Παράλληλα, οι αδελφοί Κοέν ψέλνουν το εγκώμιο της λαϊκής Αμερικάνικης κουλτούρας (Americana) και των ασυμβίβαστων folk τραγουδοποιών της χώρας που μετουσιώνονται στη μορφή του Llewyn, ενός σύγχρονου Σίσυφου που μάταια αντιστέκεται στις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας και τους νόμους της ίδιας της ζωής.
Το τραγούδι μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο για έναν σύγχρονο Οδυσσέα που ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου, ήρθε αντιμέτωπος με το παράδοξο της ύπαρξης, βίωσε τρομερή πείνα και απόγνωση και όλα αυτά για να καταλήξει στη κρεμάλα. Δεν είναι όμως, όπως οι στίχοι μαρτυρούν, η κρεμάλα που απεύχεται ο πρωταγωνιστής μας αλλά η αβέβαιη αναμονή στο τάφο. Ήδη λοιπόν από το ξεκίνημα, οι Κοέν, αντί να παρουσιάζουν το θέμα της ταινίας μετωπικά και σχηματικά, to πλαγιοκοπούν μέσα από το τραγούδι εξιστορώντας παράλληλα το ταξίδι και την κωμικοτραγική μοίρα του δικού μας Οδυσσέα, του Llewyn Davis. Από αυτή την άποψη, η ταινία στηρίζεται πάνω στη δομή ενός folk τραγουδιού που εξιστορεί μια μακρά ιστορία και τα πάθη ενός πιονιέρου, ταξιδιώτη, εξερευνητή – δομικοί μύθοι της Αμερικάνικης κουλτούρας και ιστορίας. Ο ταξιδιώτης εδώ είναι ο Llewyn που αρχινά το ταξίδι του «στα πέρατα του κόσμου» όπως τραγουδά (κατά σατανική ειρωνεία από τη Νέα Υόρκη στο Σικάγο και τούμπαλιν) για να καταλήξει ξανά στην ίδια αφετηρία, αναζητώντας εις μάτην αυτό που το σύμπαν αρνείται να του χαρίσει: μια θέση στη μουσική βιομηχανία που ποτέ δεν συγχωρεί, όπως και ο ανελέητος χιονιάς της Νέας Υόρκης του 1961 που τα έχει βάψει όλα γκρι και πένθιμα. Έχουμε λοιπόν εδώ μια αντιστροφή του Αμερικάνικου μύθου του κατακτητή πιονιέρου αλλά και την κεντρική αλληγορία που κινεί προς τα μπρος τη ταινία: η ζωή ως μια αέναη αναμονή σ’ έναν τάφο.
Το τραγούδι αυτό του Llewyn προδιαθέτει επίσης το σκηνικό για μια επώδυνη οδύσσεια που φέρνει στο νου την άλλη πιο κυριολεχτική μεταφορά της Οδύσσειας από τους Κοέν, το «Ω Αδελφέ που Είσαι» του 2000, το οποίο αντανακλά στο παρών το σουρεάλ συναπάντημα με τα τέρατα της ζωής. Μόνο που αυτή τη φορά ο Οδυσσέας μας δεν επιστρέφει στεφανωμένος στον οίκο του, αλλά, αντ αυτού, περιφέρεται άσκοπα, σ’ έναν φαύλο κύκλο. Το μοτίβο αυτό, χαρακτηριστικό του Κοενικού μαύρου χιούμορ καθώς και επωδός του τραγουδιού, κυριαρχεί στην εναρκτήρια σεκάνς που επαναλαμβάνεται και στο τέλος, θέτοντας έτσι εν κινήσει μια κυκλική αφήγηση που αναδεικνύει το σισύφειο δράμα του Llewyn που επικαλείται τη ζωή ως επανάληψη μιας και μόνο πράξης.
Η εναρκτήρια σεκάνς λοιπόν κλείνει με τον Llewyn έξω από το μπαρ, σ’ ένα χαντάκι όπου ένας μυστήριος χαρακτήρας τον ξυλοκοπεί, φαινομενικά χωρίς λόγο. Εδώ έχουμε και το πρώτο κοίταγμα στο ερειπωμένο, γκρίζο τοπίο της ψυχροπολεμικής Νέας Υόρκης που κατά τη διάρκεια της ταινίας κυοφορεί την αποξένωση της περιόδου. Χαρακτηριστικό αυτού είναι πως ο Llewyn σκοντάφτει πάνω σε μυστικές οργανώσεις κομμουνιστών και αφουγκράζεται το τρόμο του πυρηνικού ολέθρου και την απειλή της Ρωσίας που εν γένει τονίζουν τη γενικότερη εντύπωση της δυστοπικής μεταπολεμικής Αμερικής.
Από το σημείο αυτό ακολουθούμε τον Llewyn στην επταήμερη του αστική Οδύσσεια και γινόμαστε μύστες του δράματος του, αντιπαλεύοντας τα εμπόδια που το σύμπαν πετά στο διάβα μας. Μέρα παρά μέρα, ο Llewyn παλεύει ως σόλο καλλιτέχνης χωρίς εμπορική επιτυχία. Η μοναδική του κυκλοφορία έχει σχεδόν μηδενικές πωλήσεις και η τοπική σκηνή του Greenwich ανταποκρίνεται περισσότερο σε ποπ τραγουδοποιούς. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η Νέμεσις του Llewyn, ο μόνος τραγουδοποιός της ταινίας που αποκομίζει κέρδη από τις πωλήσεις δίσκων, τον υποδύεται ο Justin Timberlake, ένας σύγχρονος βασιλιάς της ποπ μουσικής βιομηχανίας. Παράλληλα, ανακαλύπτουμε πως ο Llewyn συνέγραψε το δίσκο του με έναν άλλο απεγνωσμένο τραγουδοποιό, τον Mike Timlin, ο οποίος, για ανεξήγητους λόγους, αυτοκτόνησε. Εδώ, οι Κοέν πλαγιοκοπούν το θέμα τους και εξαίρουν τον ανηφορικό και αδιέξοδο δρόμο που διαλέγουν «αληθινοί» καλλιτέχνες που παραδοσιακά υπηρετούν τη τέχνη και τον άνθρωπο. Η ιστορία του Mike αντανακλά τη μέχρι τώρα πορεία του ήρωα μας και θέτει ως πιο πιθανό το ανέλπιδο φινάλε.
Καθώς ο Llewyn προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει μια προσωρινή κατοικία, μετακομίζοντας από καναπέ σε καναπέ, καθίσταται φανερό πως ο ήρωας μας είναι ένας απόκληρος, παρίας και περιθωριακός κάτοικος της μουσικής βιομηχανίας, της Νέας Υόρκης και του κόσμου ολάκερου. Δεν είναι λοιπόν παρά συμπτωματικό αυτού ότι είτε ψάχνει για ένα μέρος να κοιμηθεί, είτε για μια δουλειά ή δισκογραφικό συμβόλαιο, ο Llewyn συναντά μονάχα κλειστές πόρτες και αδιαφορία παρά την επιμονή του. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν είναι επίσης τυχαίο πως η ατάλαντη πρώην του σύντροφος, που δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να καταραστεί τον Llewyn, τραγουδάει μαζί με τον Τζιμ (Timberlake) γλυκανάλατα κομμάτια και λαμβάνει περισσότερη δημοτικότητα από τον Llewyn του οποίου τα τραγούδια προκύπτουν από μια ιδιαίτερη δημιουργική ορμή και που εκμαιεύουν το άλγος της γέννας, τη γλυκόπικρη μελαγχολία του χωρισμού, τα ταξίδια και τη ζωή των ψαράδων, το άδοξο μιας θνητής ζωής. Σαν τον Bob Dylan, του οποίου η σκιά κυριολεχτικά γράφεται στο φόντο του Gaslight, προμηνύοντας το επαναστατικό μέλλον της folk μουσικής, ο Llewyn είναι μπροστά από την εποχή του και εξόριστος όπως και το τραγούδι του μας θυμίζει στη πρώτη σεκάνς. Έτσι λοιπόν, η οδύσσεια του, που μόλις έχει ξεκινήσει, τον προετοιμάζει για μια σταδιακή αποχώρηση από τα γήινα καθώς περιφέρεται ολοένα και περισσότερο σαν παρίας, εξόριστος από τη μουσική βιομηχανία, το εμπορικό ναυτικό (η τελευταία του ελπίδα για μισθωτή εργασία), από κάθε σπίτι, μπαρ ακόμα και από ένα χαντάκι στο δρόμο.
Το σκοτεινό και φαινομενικά κυκλικό ταξίδι του από τη Νέα Υόρκη στο Σικάγο, όπου προσβλέπει σ’ ένα συμβόλαιο με έναν κολοσσό της μουσικής βιομηχανίας, βρίθει από την εικονογραφία και το πνεύμα των road movies και τα μοναχικά ταβερνάκια του Edward Hopper, με σιωπηλούς θαμώνες της νύχτας, με τσιγάρο, ποτό και τζαζ υπόκρουση. Να λοιπόν πάλι η Αμερικάνικη κουλτούρα του περιθωρίου, του δρόμου και της μοναξιάς, που ακολουθεί και χρωματίζει τον ήρωα μας.
Τον Llewyn παίρνουν μαζί τους δύο υποχθόνιοι χαρακτήρες έναν εκ των οποίων υποδύεται ο John Goodman, αγαπημένος υποχθόνιος χαρακτήρας στο μέχρι τώρα έργο των Κοέν, που φέρνει πάλι στο νου τον χαραχτήρα του κύκλωπα που ο Goodman υποδύθηκε στο «Ω Αδελφέ που είσαι». Το μοτίβο της οδύσσειας είναι παρόν σ’ ένα αυτοαναφορικό παιχνίδι με τη φιλμογραφία των Κοέν.
Στο επίσης γκρίζο και χιονισμένο Σικάγο, μακριά από την φαινομενική αίγλη και ευδαιμονία των Αμερικάνικων sixties, ο Llewyn προσφέρει την πιο συγκινητική ερμηνεία του «The Death of Queen Jane» για τον μουσικό παραγωγό ο οποίος τον ξαποστέλνει επειδή δεν είναι «πράσινος», εν ολίγοις δεν θα φέρει αρκετά κέρδη. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, ο ήρωας μας έχει ολοκληρώσει την οδύσσεια του ηττημένος και χωρίς διέξοδο.
Η ταινία λοιπόν ολοκληρώνεται με ένα ρεφραίν καθώς η εναρκτήρια σεκάνς επαναλαμβάνεται και καθίσταται φανερό πως η αρχή της ταινίας είναι και το τέλος της. Θέτοντας γερά θεμέλια για ένα ολότελα ανέλπιδο φινάλε, ο Llewyn τρώει ξύλο για άλλη μια φορά στο ίδιο χαντάκι. Πριν τους τίτλους τέλους, ρίχνει ένα ειρωνικό βλέμμα με τη φράση «au revoir» δίνοντας έτσι την υπόνοια πως θα ξαναβρεθεί με τον μυστήριο cowboy που τον έδειρε, στο ίδιο χαντάκι και ούτω καθ εξής. Ωστόσο, όπως το εναρκτήριο και τελευταίο του τραγούδι εξιστορεί, αυτό που απεύχεται περισσότερο δεν είναι η κρεμάλα αλλά τα ατέλειωτο περίμενε στο τάφο.
Από μια παλαιότερη δημοσίευση του κειμένου στα Αγγλικά στο Journal of American Studies in Turkey (JAST), Τεύχος 1 (40), 2014 Μετάφραση Φίλιππος Φίλης