ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ

 

 

20-1-2012 Θέατρο Τέχνης, ΑΘΗΝΑ

 

 perimenontas ton gkonto theatro texnis 2   Το Περιμένοντας τον Γκοντό παραμένει το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Beckett, αυτό που τον ανέδειξε σε μεγάλο συγγραφέα αλλά και αυτό που εξοικείωσε το μεγάλο κοινό με το θέατρο του παραλόγου στον εικοστό αιώνα. Και πράγματι, η αλληγορική ιστορία του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν που περιμένουν τον Γκοντό χωρίς αυτός ποτέ να έρχεται καθώς και του Πότζο και του Λάκυ που περνούν δις από μπροστά τους κάνοντας το άσκοπο κυκλικό ταξίδι τους παραμένει ακόμη και σήμερα η περισσότερο δραστική στους ανυποψίαστους θεατές.

   Το έργο αυτό διακρίνεται για την ακινησία του χρόνου, η οποία άλλωστε αποτελεί και ένα από τα βασικότερα θέματα του. Συνεπώς, κάθε θεατρική απόδοση του αναμετράται και με την στατικότητα, την αφαιρετικότητα και την επαναληπτικότητα, χαρακτηριστικά που προσδίδουν οντολογικό βάθος στο εννοιολογικό του περιεχόμενο, πολύ εύκολα, όμως, μπορούν να καταστούν προβληματικά στα χέρια μίας αδιάφορης ή αποπροσανατολιστικής σκηνοθεσίας.

  perimenontas ton gkonto theatro texnis 3 Η απόδοση του Κωστή Καπελώνη στο Θέατρο Τέχνης φιλοδοξεί να πρωτοτυπήσει σε ένα σημείο: αντικαθιστά τους ανδρικούς ρόλους με γυναικείους πράγμα που συνιστά ένα ενδιαφέρον πολιτικό και υπαρξιακό σχόλιο διότι αναδεικνύει την πανανθρώπινη διάσταση των χαρακτήρων και δεν το περιορίζει σε ζητήματα ανδρικού ενδιαφέροντος. Παρά το τολμηρό του εγχειρήματος η ουσία του έργου δεν προδίδεται αλλά ούτε και προβάλλεται επαρκώς καθώς η σκηνοθεσία δεν απέφυγε τις δυσκολίες που εμπλέκει το μπεκετικό κείμενο.

   perimenontas ton gkonto theatro texnis 4 Σε γενικές γραμμές, η παράσταση παρέμεινε πιστή στις συγγραφικές οδηγίες και ακολούθησε τα παραδοσιακά μοτίβα: το σκηνικό είναι λιτό και απέριττο ώστε να μην υποδεικνύει κανένα συγκεκριμένο τόπο ή συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, όπως ακριβώς το περιγράφει ο Beckett, με ένα γυμνό δένδρο και ένα μισό σκελετό αυτοκινήτου αντί του βράχου των οδηγιών, σύμβολα αμφότερα της φθοράς του χρόνου στην ύλη, της εγκατάλειψης και της άχρηστης ύπαρξης. Ένα λεπτό δίχτυ πέφτει σαν παραβάν μπροστά από την σκηνή ενώπιον των θεατών, προσδίδοντας στα δρώμενα έναν λανθάνοντα, ονειρικό χαρακτήρα, μία καλή – αισθητικά – επιλογή. Μέσα σε αυτό το σχεδόν άδειο πεδίο, οι άνθρωποι που εμφανίζονται, φαίνονται μικροί, άδειοι και αυτοί, αναγκασμένοι να τριγυρίζουν άσκοπα καλύπτοντας με την ισχνή παρουσία τους τον θηριώδη χώρο. Η ευρεία σκηνή του θεάτρου στην Φρυνίχου καθώς και η γυναικεία, λεπτή σωματικότητα βοηθούν από αυτήν την άποψη να ενσαρκωθούν οι ιδανικές συνθήκες που ο Beckett επιθυμούσε για το ανέβασμα της παράστασης.

   perimenontas ton gkonto theatro texnis 5 Τα κοστούμια της Κατερίνας Σωτηρίου αποδίδουν, επίσης, μία συνήθη εκδοχή του έργου. Τα ρούχα του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, σκουρόχρωμα, ξεσκισμένα από την φθορά, αρμόζοντα σε ρακένδυτους παρίες της εποχής του μεσοπολέμου έρχονται σε αντίθεση με τα ανοιχτόχρωμα, φωτεινά και ακριβά ρούχα του Πότζο, ο οποίος με τις γαλότσες, το πλατύ καπέλο και το λάσο του θυμίζει αμερικανό αγελαδάρη. Ταυτόχρονα, με τα κοστούμια αυτά εξυπηρετείται και η πρόθεση να θυμίζουν οι χαρακτήρες έναν θίασο κλόουν ή σαλτιμπάγκων, κοινή και αυτή στις περισσότερες αποδόσεις έργων του Μπέκετ.

    Η πρόθεση αυτή φαίνεται πιο προφανής στην κινητική φλυαρία, κυρίως του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν. Η Δήμητρα Χατούπη και η Κάτια Γέρου που τους ενσάρκωσαν περιφέρονταν σχεδόν καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης κατά μήκος και πλάτος της σκηνής χωρίς λόγο. Θα ήταν σημαντικό να διαφανεί στην παράσταση ότι ο Βλαδίμηρος συνδέεται χωρικά αλλά και συμβολικά με το δένδρο και ο Εστραγκόν με τον βράχο. Επιπλέον, οι σωματικές κινήσεις τους, ιδίως της Δήμητρας Χατούπη, ήταν ενίοτε υπερβολικές, οι χειρονομίες συνεχείς και νευρικές. Η εκφορά του λόγου ήταν επίσης προβληματική, υπέρμετρα γρήγορη και άχρωμη στις στιχομυθίες τους, ασυντόνιστη και ασθμαίνουσα στα σημεία. Το βάρος έπεσε – ίσως – στην προσπάθεια να αποδοθεί η θεατρική αυτοαναφορικότητα που πράγματι τα περισσότερα θεατρικά του Beckett διαθέτουν. Εντούτοις, εκτός από την αναγκαιότητα να τονισθεί η ιλαρότητα, επιτακτική είναι και η ανάγκη να φανεί η τραγικότητα του κειμένου κάτι που θα απαιτούσε μεγαλύτερη στιβαρότητα, λιτότητα και οικονομία στην κινησιολογία, ειδάλλως το αποτέλεσμα μάλλον αποπροσανατολίζει.

   perimenontas ton gkonto theatro texnis 7 Κατά τα άλλα, οι ερμηνείες των ηθοποιών, όταν δεν περιορίζονταν από τις σκηνοθετικές οδηγίες, ήταν αξιοπρεπείς. Η Λουκία Πιστιόλα – αγνώριστη ως Πότζο – ήταν μία ευχάριστη έκπληξη γιατί με τις σίγουρες, γεμάτες τραχύτητα και βάρος κινήσεις της και την βαθιά, μπάσα φωνή, ερμήνευσε γοητευτικά τον εξουσιαστή Πότζο, φανερώνοντας πολύ καλό επίπεδο στα σωματικά εκφραστικά της μέσα. Η Κάτια Γέρου απέδωσε και εκείνη ικανοποιητικά τον Εστραγκόν προσδίδοντας μάλιστα μίαν ευαισθησία σε αυτόν τον βαρύθυμο χαρακτήρα που οι περισσότεροι άρρενες ηθοποιοί δύσκολα μπορούν να εκφράσουν. Η βραχνή φωνή της βοήθησε στον ορθό επιτονισμό των διαλόγων και παρά την προαναφερόμενη ταχύτητα τους κατάφερε να διασώσει την βαθύτητα του νοήματος τους.

   Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην Μυρτώ Αλικάκη που με την μικρόσωμη, σχεδόν άυλη υπόσταση της ενσαρκώνει πολύ επιτυχημένα τον κουρασμένο Λάκυ. Ο δύσκολος μονόλογος του, παρωδία του στεγνού και ενίοτε ασυνάρτητου επιστημονικού ύφους που επιχειρεί να εξηγήσει το παράλογο με τον λόγο εκτοξεύοντας και διάσπαρτα σχόλια οξύτατης υπαρξιακής έντασης, παρά την σκηνοθετική έμφαση σε σχετικά άτοπους επιτονισμούς, παύσεις και κινήσεις, αποδόθηκε με τρόπο που μπορεί να αποκαλύψει τις ερμηνευτικές της δυνατότητες. Η τάση της να κοιτά επίμονα στο κέντρο της αίθουσας, παρότι μπορεί να φέρει σε αμηχανία τους θεατές, αποτελεί ταυτόχρονα και μία άσκηση ερμηνευτικού θάρρους.

 perimenontas ton gkonto theatro texnis 8   Αντίθετα, η Δήμητρα Χατούπη, παρά την μεγάλη πείρα της και το αδιαμφισβήτητα πληθωρικό ταλέντο της, αποψιλώθηκε από την υπερκινητικότητα της. Οι εκφραστικές δυνατότητες του προσώπου της ταιριάζουν, οπωσδήποτε, στην προσωπικότητα του Βλαδίμηρου αλλά το ύφος του λόγου της δεν χρωμάτιζε επαρκώς την ένταση της αγωνίας και δεν ανεδείκνυε την υπόρρητη απελπισία των διαλόγων.

    Τέλος, η νεαρά Αριάδνη Καβαλιέρου, στο ρόλο του παιδιού – αγγελιοφόρου, αποδίδει συμπαθητικά στο πρώτο μέρος τον μικρό της ρόλο αν και η προσθήκη περισσότερης αθωότητας θα βοηθούσε ερμηνευτικά, ενώ ακατανόητη φαίνεται η σκηνοθετική επιλογή να αποδοθεί ο μισός διάλογος στα αγγλικά, εκτός, ίσως, από την προσπάθεια να αποδοθεί ένα βρετανικό φλέγμα. Στο δεύτερο μέρος, η παθητική φωνητική χροιά έχει, βέβαια, το ερμηνευτικό της νόημα, θα ήταν, όμως, μάλλον προτιμότερη η επιμονή στην αφοπλιστική άγνοια.

 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ

20-1-2012 Θέατρο Τέχνης, ΑΘΗΝΑ

 

    Το "Περιμένοντας τον Γκοντό" παραμένει το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Beckett, αυτό που τον ανέδειξε σε μεγάλο συγγραφέα αλλά και αυτό που εξοικείωσε το μεγάλο κοινό με το θέατρο του παραλόγου στον εικοστό αιώνα. Και πράγματι, η αλληγορική ιστορία του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν που περιμένουν τον Γκοντό χωρίς αυτός ποτέ να έρχεται καθώς και τουΠότζο και του Λάκυ που περνούν δις από μπροστά τους κάνοντας το άσκοπο κυκλικό ταξίδι τους παραμένει ακόμη και σήμερα η περισσότερο δραστική στους ανυποψίαστους θεατές.

   Το έργο αυτό διακρίνεται για την ακινησία του χρόνου, η οποία άλλωστε αποτελεί και ένα από τα βασικότερα θέματα του. Συνεπώς, κάθε θεατρική απόδοση του αναμετράται και με την στατικότητα, την αφαιρετικότητα και την επαναληπτικότητα, χαρακτηριστικά που προσδίδουν οντολογικό βάθος στο εννοιολογικό του περιεχόμενο, πολύ εύκολα, όμως, μπορούν να καταστούν προβληματικά στα χέρια μίας αδιάφορης ή αποπροσανατολιστικής σκηνοθεσίας.

   Η απόδοση του Κωστή Καπελώνη στο Θέατρο Τέχνης φιλοδοξεί να πρωτοτυπήσει σε ένα σημείο: αντικαθιστά τους ανδρικούς ρόλους με γυναικείους πράγμα που συνιστά ένα ενδιαφέρον πολιτικό και υπαρξιακό σχόλιο διότι αναδεικνύει την πανανθρώπινη διάσταση των χαρακτήρων του Περιμένοντας τον Γκοντό και δεν το περιορίζει σε ζητήματα ανδρικού ενδιαφέροντος. Παρά το τολμηρό του εγχειρήματος η ουσία του έργου δεν προδίδεται αλλά ούτε και προβάλλεται επαρκώς καθώς η σκηνοθεσία δεν απέφυγε τις δυσκολίες που εμπλέκει ένα μπεκετικό κείμενο και δη το Περιμένοντας τον Γκοντό.

    Σε γενικές γραμμές, η παράσταση παρέμεινε πιστή στις συγγραφικές οδηγίες και ακολούθησε τα παραδοσιακά μοτίβα: το σκηνικό είναι λιτό και απέριττο ώστε να μην υποδεικνύει κανένα συγκεκριμένο τόπο ή συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, όπως ακριβώς το περιγράφει ο Beckett, με ένα γυμνό δένδρο, την κλαίουσα ιτιά, και ένα μισό σκελετό αυτοκινήτου αντί του βράχου των οδηγιών, σύμβολα αμφότερα της φθοράς του χρόνου στην ύλη, της εγκατάλειψης και της άχρηστης ύπαρξης. Ένα λεπτό δίχτυ πέφτει σαν παραβάν μπροστά από την σκηνή ενώπιον των θεατών, προσδίδοντας στα δρώμενα έναν λανθάνοντα, ονειρικό χαρακτήρα, μία καλή – αισθητικά – επιλογή. Μέσα σε αυτό το σχεδόν άδειο πεδίο, οι άνθρωποι που εμφανίζονται, φαίνονται μικροί, άδειοι και αυτοί, αναγκασμένοι να τριγυρίζουν άσκοπα καλύπτοντας με την ισχνή παρουσία τους τον θηριώδη χώρο. Η ευρεία σκηνή του θεάτρου στην Φρυνίχου καθώς και η γυναικεία, λεπτή σωματικότητα βοηθούν από αυτήν την άποψη να ενσαρκωθούν οι ιδανικές συνθήκες που ο Beckett επιθυμούσε για το ανέβασμα της παράστασης.

    Τα κοστούμια της Κατερίνας Σωτηρίου αποδίδουν, επίσης, μία συνήθη εκδοχή του έργου. Τα ρούχα του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, σκουρόχρωμα, ξεσκισμένα από την φθορά, αρμόζοντα σε ρακένδυτους παρίες της εποχής του μεσοπολέμου έρχονται σε αντίθεση με τα ανοιχτόχρωμα, φωτεινά και ακριβά ρούχα του Πότζο, ο οποίος με τις γαλότσες, το πλατύ καπέλο και το λάσο του θυμίζει αμερικανό αγελαδάρη. Ταυτόχρονα, με τα κοστούμια αυτά εξυπηρετείται και η πρόθεση να θυμίζουν οι χαρακτήρες έναν θίασο κλόουν ή σαλτιμπάγκων, κοινή και αυτή στις περισσότερες αποδόσεις έργων του Μπέκετ και κυρίως στο Περιμένοντας τον Γκοντό.

    Η πρόθεση αυτή φαίνεται πιο προφανής στην κινητική φλυαρία, κυρίως του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν. Η Δήμητρα Χατούπη και η Κάτια Γέρου που τους ενσάρκωσαν περιφέρονταν σχεδόν καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης κατά μήκος και πλάτος της σκηνής χωρίς λόγο. Θα ήταν σημαντικό να διαφανεί στην παράσταση ότι ο Βλαδίμηρος συνδέεται χωρικά αλλά και συμβολικά με το δένδρο και ο Εστραγκόν με τον βράχο. Επιπλέον, οι σωματικές κινήσεις τους, ιδίως της Δήμητρας Χατούπη, ήταν ενίοτε υπερβολικές, οι χειρονομίες συνεχείς και νευρικές. Η εκφορά του λόγου ήταν επίσης προβληματική, υπέρμετρα γρήγορη και άχρωμη στις στιχομυθίες τους, ασυντόνιστη και ασθμαίνουσα στα σημεία. Το βάρος έπεσε – ίσως – στην προσπάθεια να αποδοθεί η θεατρική αυτοαναφορικότητα που πράγματι τα περισσότερα θεατρικά του Beckett διαθέτουν, όπως και το Περιμένοντας τον Γκοντό. Εντούτοις, εκτός από την αναγκαιότητα να τονισθεί η ιλαρότητα, επιτακτική είναι και η ανάγκη να φανεί η τραγικότητα του κειμένου κάτι που θα απαιτούσε μεγαλύτερη στιβαρότητα, λιτότητα και οικονομία στην κινησιολογία, ειδάλλως το αποτέλεσμα μάλλον αποπροσανατολίζει.

    Κατά τα άλλα, οι ερμηνείες των ηθοποιών, όταν δεν περιορίζονταν από τις σκηνοθετικές οδηγίες, ήταν αξιοπρεπείς. Η Λουκία Πιστιόλα – αγνώριστη ως Πότζο – ήταν μία ευχάριστη έκπληξη γιατί με τις σίγουρες, γεμάτες τραχύτητα και βάρος κινήσεις της και την βαθιά, μπάσα φωνή, ερμήνευσε γοητευτικά τον εξουσιαστήΠότζο, φανερώνοντας πολύ καλό επίπεδο στα σωματικά εκφραστικά της μέσα. Η Κάτια Γέρου απέδωσε και εκείνη ικανοποιητικά τον Εστραγκόν προσδίδοντας μάλιστα μίαν ευαισθησία σε αυτόν τον βαρύθυμο χαρακτήρα που οι περισσότεροι άρρενες ηθοποιοί δύσκολα μπορούν να εκφράσουν. Η βραχνή φωνή της βοήθησε στον ορθό επιτονισμό των διαλόγων και παρά την προαναφερόμενη ταχύτητα τους κατάφερε να διασώσει την βαθύτητα του νοήματος τους.

   Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην Μυρτώ Αλικάκη που με την μικρόσωμη, σχεδόν άυλη υπόσταση της ενσαρκώνει πολύ επιτυχημένα τον κουρασμένο Λάκυ. Ο δύσκολος μονόλογος του, παρωδία του στεγνού και ενίοτε ασυνάρτητου επιστημονικού ύφους που επιχειρεί να εξηγήσει το παράλογο με τον λόγο εκτοξεύοντας και διάσπαρτα σχόλια οξύτατης υπαρξιακής έντασης, παρά την σκηνοθετική έμφαση σε σχετικά άτοπους επιτονισμούς, παύσεις και κινήσεις, αποδόθηκε με τρόπο που μπορεί να αποκαλύψει τις ερμηνευτικές της δυνατότητες. Η τάση της να κοιτά επίμονα στο κέντρο της αίθουσας, παρότι μπορεί να φέρει σε αμηχανία τους θεατές, αποτελεί ταυτόχρονα και μία άσκηση ερμηνευτικού θάρρους.

    Αντίθετα, η Δήμητρα Χατούπη, παρά την μεγάλη πείρα της και το αδιαμφισβήτητα πληθωρικό ταλέντο της, αποψιλώθηκε από την υπερκινητικότητα της. Οι εκφραστικές δυνατότητες του προσώπου της ταιριάζουν, οπωσδήποτε, στην προσωπικότητα του Βλαδίμηρου αλλά το ύφος του λόγου της δεν χρωμάτιζε επαρκώς την ένταση της αγωνίας και δεν ανεδείκνυε την υπόρρητη απελπισία των διαλόγων.

    Τέλος, η νεαρά Αριάδνη Καβαλιέρου, στο ρόλο του παιδιού – αγγελιοφόρου, αποδίδει συμπαθητικά στο πρώτο μέρος τον μικρό της ρόλο αν και η προσθήκη περισσότερης αθωότητας θα βοηθούσε ερμηνευτικά, ενώ ακατανόητη φαίνεται η σκηνοθετική επιλογή να αποδοθεί ο μισός διάλογος στα αγγλικά, εκτός, ίσως, από την προσπάθεια να αποδοθεί ένα βρετανικό φλέγμα. Στο δεύτερο μέρος, η παθητική φωνητική χροιά έχει, βέβαια, το ερμηνευτικό της νόημα, θα ήταν, όμως, μάλλον προτιμότερη η επιμονή στην αφοπλιστική άγνοια.

Βασίλης Λορεντζάκης

 perimenontas ton gkonto theatro texnis big