ΑΟΡΑΤΗ ΚΛΩΣΤΗ - THE PHANTOM THREAD

 

phantom thread poster

Ετος: 2017

Σκηνοθεσία Πολ Τόμας Άντερσον

 

   Πολλοί μπορεί να γνωρίζουν τον Άντερσον από το πιο πολυβραβευμένο και ομολογουμένως μνημειώδες έργο του, «Θα Χυθεί Αίμα». Όπως και το «Ξέφρενες Νύχτες», που έκανε πολλούς να μιλάνε για τον νέο Μάρτιν Σκορσέζε με την ρομαντική απεικόνιση της ανόδου και της τραγικής πτώσης της Αμερικάνικής πορνό-βιομηχανίας στα τέλη του 1970, έτσι και το «Θα Χυθεί Αίμα» και το The Master που ακολούθησε, μιλάει για την Αμερική με φόντο το μύθο της αυτοκρατορίας. Με το «Θα Χυθεί Αίμα» ο εικονοκλάστης Άντερσον δίκαια έλαβε το τίτλο «ο νέος Όρσον Γουέλς» διότι πήρε μια φαινομενικά απλή πλοκή και τη μεταμόρφωσε σε μια μνημειώδη εξιστόρηση της ιστορίας και των ανθρώπων που την έπλασαν, χτίζοντας στη πορεία σαιξπηρικούς ήρωες που μετουσιώνουν τον αμερικάνικο μύθο, τη τρέλα και μοναξιά της εξουσίας. Μπορεί να θυμάστε τον βιομήχανο οραματιστή Jack Horner του Burt Reynolds από τις «Ξέφρενες Νύχτες», τον πατέρα της Σαϊεντολογίας Lancaster Dodd του Philip Seymour Hoffman στο The Master και, πάνω απ όλα, τον Daniel Plainview του Ντάνιελ Ντέι Λιούις από το «Θα Χυθεί Αίμα» ο οποίος, σαν άλλος Πολίτης Κέιν μετουσίωσε το σκληρό καπιταλισμό της Αμερικής ως μοναδική έκφανση του αμερικάνικου ονείρου, παρασυρόμενος στο κυκεώνα της ιστορίας που απορρέει από τις στάχτες της αυτοκρατορίας. Με την «Αόρατη Κλωστή», το δίδυμο Άντερσον-Λιούις μας προσφέρει άλλο ένα αριστούργημα που θέτει ακόμα ψηλότερα το πήχη και που, όπως με τους προκατόχους του, ξεδιπλώνεται πάνω στη βάση μιας αδυσώπητης σύγκρουσης χαρακτήρων.

   Εδώ ο Άντερσον μεταφέρεται στην Αγγλία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, αφήνοντας για πρώτη φορά την Αμερική και το μεγαλόπνοο σκηνικό. Όπως μας έχει συνηθίσει όμως με τα σημαντικότερα έργα του, ο σπουδαίος σκηνοθέτης μεταμορφώνει τη σύγκρουση δύο χαρακτήρων σένα επικό έργο πάνω απ όλα χάρη στη σκηνοθεσία του διδύμου Λιούις – Vicky Krieps που ζωντανεύει άψογα το όραμα του σκηνοθέτη. Η «Αόρατη Κλωστή» μεταχειρίζεται μια ερωτική ιστορία με φόντο τον κόσμο της μόδας του Λονδίνου στο 1950. Ο σχεδιαστής Reynolds Woodcock, ένας τελειομανής, ψυχαναγκαστικός και τυραννικός καλλιτέχνης βρίσκει στη σερβιτόρα Άλμα το τέλειο μοντέλο και νέα του μούσα. Πολύ σύντομα ερωτεύονται μόνο που ο έρωτας μεταξύ τους μεταμορφώνεται σταδιακά σ’ ένα παιχνίδι ισχύος και μέσα από τις ολοένα και εντονότερες συγκρούσεις μεταξύ τους, ο Άντερσον επικαλείται τα σημαντικότερα αναπάντητα ερωτήματα γύρω από τη φύση του έρωτα. Όντως, ο Ρέηνολντς και η Άλμα μεταμορφώνονται σταδιακά σε ένα αυτοτελές ον χωρίς να μπορεί κανείς να διακρίνει το παράσιτο απ τον ξενιστή δίνοντας έτσι απτή υπόσταση στην ιδέα του έρωτα ως μια πάλη. Παράλληλα, το έργο μεταφέρει στη σφαίρα του μυθικού τη σύγκρουση των δύο χαρακτήρων ως την αέναη μάχη των δύο φύλων. Να λοιπόν το σήμα κατατεθέν ενός σπουδαίου σκηνοθέτη – η ικανότητα να αναγάγει μια φαινομενικά απλή πλοκή, αποκλειστικά με τα μέσα του σινεμά, σε μια μνημειώδη αφήγηση πάνω σε πανανθρώπινα ερωτήματα.

   Σε πρώτο επίπεδο επομένως ακολουθούμε τη πορεία που παίρνει ο έρωτας του Ρέηνολντς και της Άλμα. Ο πρώτος είναι ανεξάρτητος, τυραννικός, κρατάει τη γυναίκα σε απόσταση, ανήμπορος να δοθεί πλήρως και συνάμα να δει τη γυναίκα χωρίς το πέπλο της μούσας. Να η σκηνή με το φάντασμα της μάνας του καλλιτέχνη που εμφανίζεται σαν οπτασία ντυμένη στο γαμήλιο φόρεμα, αιθέρια, σιωπηλή και απροσπέλαστη, καλυμμένη από το βέλο που ο ίδιος ο Ρέηνολτς της σχεδίασε. Η γυναίκα ως Μαντόνα και μυθικό φάντασμα που στοιχειώνει τον άντρα. Έτσι, ο ήρωας μας δύναται να δει την Άλμα μόνο μέσα από το βέλο της έμπνευσης και του ναρκισσισμού του που τον έχει κάνει έναν τόσο ικανό και τρομερά γοητευτικό καλλιτέχνη που παραμένει εξίσου απροσπέλαστος στην Άλμα ή οποία παλεύει να τον χαλιναγωγήσει και εξημερώσει. Να όμως και η σκηνή με τον άρρωστο φοβισμένο Ρέηνολντς που είναι σχεδόν στο έλεος της Άλμα η οποία δεν τον αφήνει παρόλη την ανώριμη του συμπεριφορά που γίνεται τροχοπέδη στη σχέση. Η Άλμα αντιθέτως ανακαλύπτει πως μπορεί να συνυπάρχει με τον άντρα της μόνο εφόσον είναι ένα πειθήνιο και αδύναμο πλάσμα. Να λοιπόν και ο Άντερσον που παίζει με το μοντέλο της femme fatale και η οποία λαμβάνει υπόσταση μέσα από την ερμηνεία της Krieps. Η Πάλη μεταξύ των δύο θα συνεχιστεί μέχρις ότου ανυψωθεί στη σφαίρα της μεταφοράς και του μύθου με μια χιτσκοκική σκηνή σασπένς: η Άλμα σοτάρει μανιτάρια για τον άντρα της. Σε εξτρέμ κοντινό πλάνο, το βούτυρο αφρίζει στο τηγάνι σαν να μεταφέρει την ένταση μεταξύ του ζεύγους που βρίσκεται ένα βήμα πριν την έκρηξη – να λοιπόν η έκφανση του έρωτα ως καταλύτης και φροϋδικό “death drive”. Η Άλμα ρίχνει τα μανιτάρια στο τηγάνι ενώ ο Ρέηνολτς κοιτάει μ’ ένα μυστήριο βλέμμα που μας βάζει σε σκέψεις. Πιο πριν η Άλμα μάζευε μανιτάρια στο δάσος και με τη βοήθεια ενός εγχειριδίου διαχώριζε τα δηλητηριώδη από τα καθαρά. Μπας και πάει να τον δηλητηριάσει; Η επώδυνη σχεδόν σιωπή που κυριαρχεί καθώς η Άλμα μαγειρεύει και ο Ρεήνολτς τρώει, εντείνει το σασπένς και, όπως θα έκανε ο Χίτσκοκ ή ο Γούντυ Άλλεν του Match Point, ο Άντερσον μας αναγκάζει να ταυτιστούμε με τον θύτη ή το υποψήφιο θύμα μέχρις ότου η σκηνή και η ταινία ολάκερη εκτιναχθούν στη σφαίρα της μεταφοράς και της φαντασίωσης μ’ ένα μυστήριο φινάλε.

   Ο Άντερσον χτίζει τη πορεία των ηρώων του προς τη καταστροφή ενώ παράλληλα διατηρεί μια τρομερή κομψότητα και λιτότητα χωρίς εξάρσεις, κάνοντας ολοένα και πιο υπόκωφο το δράμα που ξεδιπλώνεται με μια σχεδόν νομοτελειακή λογική και ακρίβεια, την ίδια με την οποία ο Ρέηνολντς σχεδιάζει τα φορέματα του και με την οποία μια αρμάδα γυναικών ντυμένες με λευκές ποδιές, σαν χειρούργοι, ράβουν και κόβουν ένα γαμήλιο φόρεμα. Η ίδια κομψότητα και ψυχρή ακρίβεια με την οποία ο Ρέηνολντς βλέπει τη μέλλουσα γυναίκα του όταν της παίρνει τις διαστάσεις: Λες και είναι ένα άψυχο μανεκέν, απλώνει τη μετροταινία από το κεφάλι στο στήθος και τα πόδια και αναφωνεί στην αδερφή του Cyrill που κρατάει σημειώσεις μ’ ένα αυστηρό βλέμμα: «31…32…29». Η πρώτη δοκιμή τελειώνει με τον Ρέηνολντς να αναφωνεί με μετρημένο ύφος αλλά ικανοποίηση στο βλέμμα: «έχεις τις τελειότερες διαστάσεις». Έτσι και η «Αόρατη Κλωστή» είναι η πιο κομψή ταινία του Άντερσον, ένα αδιαμφισβήτητο αραβούργημα.