ΙΟΚΑΣΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

 

Πιθανόν η άποψη μας για την παράσταση Ιοκάστη του Γιάννη Κοντραφούρη, σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, λόγω της αυστηρότητας της απέναντι στο ποιητικό κείμενο, να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για την γενικότερη γνώμη μας σχετικά με το έργο του Κοντραφούρη. Αυτό θα ήταν παρεξήγηση την οποία θέλουμε να προλάβουμε. Όχι μόνο το συνολικό (θεατρικό) έργο του Κοντραφούρη είναι σημαντικό αλλά και το ίδιο το κείμενο της Ιοκάστης – παρά τις επιφυλάξεις που εκφράσαμε – διαθέτει αδιαμφισβήτητα μεγάλη σημασία ως απόπειρα γραφής ποιητικού θεάτρου για τα δεδομένα της Ελλάδος. Υπό αυτούς τους όρους και ο Κοντραφούρης μπορεί να αναδειχθεί σε μία ρηξικέλευθη ποιητική και θεατρική προσωπικότητα και η γραφή του να εγγραφεί στο ίδιο μήκος ιστορικής και υπαρξιακής εμπειρίας που γέννησε και άλλες σημαίνουσες γραφές του τέλους του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα, όπως το θέατρο της Sarah Κane. Για αυτό έχει εξαιρετική σημασία η παρουσίαση του συνόλου της γραφής του όπως αναδεικνύεται στην συγκεντρωτική έκδοση της – πάντα καλαίσθητης – Άγρας. Εκτός των κειμένων του ποιητή, η έκδοση εμπλουτίζεται και από έναν Πρόλογο του Θόδωρου Τερζόπουλου, ο οποίος απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο στον εκλιπόντα, καθώς και μία Εισαγωγή του σχολιαστού του θεάτρου του Τερζόπουλου, Γιώργου Σαμπατακάκη.

Η σχέση του Τερζόπουλου με τον Κοντραφούρη αποτελεί ασφαλώς τον καταλύτη για το γενικότερο ενδιαφέρον που γέννησε και συνεχίζει να προκαλεί το έργο του Κοντραφούρη, αρχής γενομένης από την πρώτη παράσταση του Τερζόπουλου στο θέατρο Άττις σε κείμενο του Κοντραφούρη, το Στεφάνι, το 2000 και πρόσφατα με το τελευταίο έργο που ανέβασε ο Τερζόπουλος κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του Κοντραφούρη, την Ιοκάστη, εξ αφορμής της οποίας σχεδιάστηκε η συνολική έκδοση. Βέβαια, η θεατρική απόδοση των έργων του Κοντραφούρη δεν εξαντλήθηκε στις παραστάσεις του Τερζόπουλου. Είχαν προηγηθεί οι παραστάσεις των έργων Τα Παιδιά Πενθούν, το 1997, το Όταν η Μαίριλυν Μονρόε Μένει Μόνη Της, το Μήδεια. Η Έξοδος, το 2000 και τα Μισοφέγγαρα το 2002 όλα σε σκηνοθεσία του ίδιου του Κοντραφούρη. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του έργου του, συνεπώς, έχει ήδη παρουσιαστεί στο κοινό, συχνά αποσπώντας πολύ θετικά σχόλια, όπως με το Τα Παιδιά Πενθούν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο του καθιερώθηκε και ότι ο ίδιος αντιμετωπίστηκε όπως θα του άξιζε. Στις περιπέτειες του ποιητικού του θεάτρου και τις επιθέσεις που δέχθηκε από την κατεστημένη κριτική αναφέρεται στην Εισαγωγή του ο Γιώργος Σαμπατακάκης επισημαίνοντας πόσο πολύ ενόχλησαν οι καινοτομίες που εισήγαγε τόσο στο κείμενο όσο και στην σκηνοθεσία.

Λίγα λόγια, όμως, για τον ποιητή είναι απαραίτητα. Ο Γιάννης Κοντραφούρης γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε στο Θέατρο Τέχνης. Συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης και του Εθνικού Θεάτρου καθώς και στην ταινία Από την Άκρη της Πόλης του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Δημιούργησε την θεατρική Ομάδα Υψηλού Κινδύνου και στα πλαίσια της σκηνοθέτησε πολλά έργα, μεταξύ άλλων και κάποια δικά του. Συμμετείχε και στο θεατρικό εργαστήριο του Ταντάσι Σουζούκι στην Ιαπωνία όπου και πέθανε το 2007, σε ηλικία τριανταεννέα ετών, αρνούμενος να λάβει την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή.

Ο Σαμπατακάκης εντάσσει το ποιητικό θέατρο του Κοντραφούρη στο μεταδραματικό θέατρο, όρο που δανείζεται από τον Hans – Thies Lehmann και ο οποίος φιλοδοξεί να περιγράψει το ριζοσπαστικό θέατρο που αναδείχθηκε το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, μετά την «κατάρρευση των δυτικών αφηγήσεων», αντιτιθέμενο στο μοντέρνο και στις παραδοσιακές δραματουργικές δομές. Επισημαίνει, βέβαια, ότι ο Κοντραφούρης δεν είχε συνείδηση ότι ανήκει σε κάποιο «ρεύμα» ή «κίνημα» – άλλωστε και το μεταδραματικό θέατρο δεν συγκροτείται από ενιαία σχήματα και δομές – καθώς και ότι έγραψε κάποια από τα σημαντικότερα κείμενα του την ίδια περίπου εποχή που γράφθηκαν τα περισσότερα από τα κείμενα που θεωρούνται ότι ανήκουν σε αυτό. Δεν είναι, όμως, μόνον οι ομοιότητες στην δομή που επιβάλλουν αυτήν την ένταξη αλλά και στην θεματική τους. Χαρακτηριστικά, ο Σαμπατακάκης συγκρίνει το έργο του Κοντραφούρη Τα Παιδιά Πενθούν με το τελευταίο θεατρικό της Κane, το 4.48 Psychosis, και βρίσκει πολλές θεματικές αντιστοιχίες. Έτσι, τα έργα του Κοντραφούρη, συνήθως, είναι ποιητικοί μονόλογοι, μίας ή περισσοτέρων φωνών, χωρίς παραδοσιακά χαρακτηριστικά (μέτρο, συγκεκριμένοι αριθμοί στίχων, ομοιοκαταληξίες), με ασυνήθιστη ή ανύπαρκτη στίξη, χωρίς απαραίτητα συγκεκριμένη δομή, χωρίς συγκεκριμένη θεματική αλλά με συνειρμική μετάβαση από μοτίβο σε μοτίβο και από εικόνα σε εικόνα, μνήμες κατακερματισμένες, ενδεικτικές μίας ελλειπτικής αυτοπραγμάτωσης. Τα εξωτερικά αυτά στοιχεία αποτυπώνουν και την κατάρρευση του λόγου, του εσωτερικού γίγνεσθαι των προσώπων των αφηγητών οι οποίοι περιγράφουν τον ζόφο των οριακών καταστασιακών συνθηκών που διαβιούν και την επιρροή τους επί αυτών. Η οριακότητα αυτή είναι το αναγκαίο σχήμα για να καταδειχθεί η τραγικότητα της υπόστασης τους και να αποκαλυφθεί η διάσταση τους από την κοινωνική και διαπροσωπική κανονικότητα. Καθώς τα χρόνια περνούν, τα πρόσωπα του Κοντραφούρη γίνονται όλο και πιο μονήρη, με αποκορύφωμα την Ιοκάστη που συνιστά την πλήρη αποσύνθεση της υποκειμενικότητας σε ένα γλωσσικό περιβάλλον απόλυτα αυτοαναφορικό.

Η αρχή έγινε με το Τα Παιδιά Πενθούν, το 1997, ποιητικό θεατρικό κείμενο, σε ποιητική γλώσσα υψηλού ήθους όσο και απόλυτα σύγχρονη, αποτελούμενο από τις «παράλληλες» φωνές, κυρίως μίας γυναίκας και ενός άντρα ή ενδεχομένως και άλλων – καθώς είναι δυσδιάκριτη η δυνατότητα αναγωγής των περιγραφομένων στις εμπειρίες της μίας ή της άλλης αφήγησης ή η αναγωγή σε μία τρίτη ή τέταρτη. Πλήθος μοτίβων, εικόνων και μεταφορών αναπτύσσονται που εναλλάσσουν την ευτυχία του γάμου σε δυστυχία και πόνο – για την γυναίκα – και την κακοποίηση και την έκφραση της αγάπης ως τιμωρίας και το αντίστροφο – για την περίπτωση του άνδρα. Τα πρόσωπα μεταβαίνουν σε ένα επίπεδο αρχετυπικό, θεμελιακό, συνιστούν βιώματα όχι μεμονωμένα ώστε να κινήσουν απλώς τους συγκινησιακούς μηχανισμούς του συμπάσχειν αλλά παραδείγματα με καθολική ισχύ και ορίζοντα οντολογικό.

Μ’ έντυσε μ’ ένα άσπρο στενό νυφιάτικο φουστάνι.
Με πέρασε από δρόμους που ‘χαν γεμίσει με χιλιάδες κόκαλα από πατημένους σκύλους, με χιλιάδες κόκαλα από πατημένες γάτες.
Ήθελα να πατήσω, να σπάσω τα κόκαλα του Θεού.

Το Στεφάνι ανέβηκε θεατρικά το 2000, ανάγεται, όμως, χρονικά στην ίδια εποχή με το Τα Παιδιά Πενθούν, και αναπτύσσεται κινηματογραφικά, με εικόνες που κινούνται σε ευρύτερα και κοντινότερα πλάνα ή σε αποσπασματικές καταστάσεις, γύρω από το εύρημα μίας κωφάλαλης γυναίκας με – προφανώς – αλληγορικές διαστάσεις, της οποίας ο βίος ανακαλεί τα πάθη της γυναικείας φωνής από το Τα Παιδιά Πενθούν. Το ποιητικό κείμενο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, σε μικρές – καταλαμβάνουν το ήμισυ περίπου μίας σελίδας – ποιητικές ενότητες που διαθέτουν θεματική αυτονομία, συνήθως περιγράφοντας ένα επεισόδιο ή μία συνειδησιακή πραγματικότητα. Διαθέτει, όμως, εσωτερική ενότητα καθώς παρακολουθεί την πορεία της γυναίκας μέχρι την αποφασιστικότητα του θανάτου της μέσα από την περιπλοκή της στην παραίτηση, τον πόνο, την δυστυχία, την τραγικότητα που το Στεφάνι (δηλαδή ο γάμος) της προσδίδει.

Με μια κίνηση πέταξε το ποτήρι,
Να το πιεί το πάτωμα σε μικρά θρύψαλα γυαλιού.
Γιατί το πάτωμα δεν ζητούσε σωτηρία,
Αλλά γι’ αυτό και μόνο θα την έπαιρνε.
Ο ήλιος τα ‘δε τα θρύψαλα και τους όρμηξε.
Κι αυτά ακούστηκαν σαν ψίθυροι.
Κι αυτά που είπε διέταξε να μην γραφτούν.
Η Αποκάλυψη…τραυματισμένη.

Το Όταν η Μαίρυλιν Μονρόε μένει μόνη της ανέβηκε από την Ομάδα Υψηλού Κινδύνου, με την Σοφία Φιλιππίδου στον ομώνυμο ρόλο, στο Θέατρο Δημήτρη Χορν το 2000. Είναι και αυτό ποιητικό κείμενο χωριζόμενο εμφανώς σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος μία τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί την ιδιωτική καθημερινότητα – μακριά από την λάμψη της δημόσιας παρουσίας – της μυθικής σταρ ενώ στο δεύτερο μέρος η ίδια η Μαίρυλιν Μονρόε παίρνει τον λόγο με εξομολογητική διάθεση και δίνει την δική της εκδοχή της ιστορίας της διαφωτίζοντας τι της αρέσει και τι όχι. Έτσι, το πρόσωπο της Μαίρυλιν Μονρόε διευρύνεται πέρα από τις διαστάσεις του συρμού που την ακολουθεί και αποκτά τη λειτουργία προσωπείου της καταπιεσμένης, αυτοκαταστροφικής γυναίκας, της γυναίκας ως αντικείμενο προς κατανάλωση από τα αδηφάγα βλέμματα των θεατών και, έτι περαιτέρω, των ανδρών – πολιορκητών της, καθίσταται δηλαδή και αυτή μία ακόμη τραγική γυναίκα – σύμβολο της έκπτωσης της αυτοσυνείδησης, γυναικεία εν πρώτοις αλλά και πανανθρώπινη, που ανθούν στην δραματουργία του Κοντραφούρη.

Δεν ήθελα να πεθάνω.
Ποτέ δεν το ήθελα.
Ούτε ν’ αλλάξω χρώμα στα μαλλιά μου ήθελα.
Ποτέ δεν το ήθελα.
Ούτε τ’ όνομα μου ν’ αλλάξω ήθελα.
Ούτε αυτό ήθελα.
Ποτέ δεν το ήθελα.

Το έργο Μήδεια. Η Έξοδος ανέβηκε επίσης το 2000 στους Δελφούς από την Ομάδα Υψηλού Κινδύνου. Είναι το πρώτο ποιητικό θεατρικό κείμενο του που φέρει ήδη τα χαρακτηριστικά της γραφής της τελευταίας περιόδου. Το αρχαίο, μυθικό πρόσωπο της Μήδειας πολύ απόμακρα αντιστοιχεί στην δραματουργική επεξεργασία της τραγωδίας του Ευριπίδη και των μεταγενεστέρων. Με πρωτοπρόσωπη, άχρονη αφήγηση, ένα παραληρηματικό, συνειρμικό μονόλογο, αποτελούμενο από στίχους χωρίς στίξη, σχεδόν μόνο με κεφαλαία, η περιγραφή του πάσχοντος, καταρρέοντος γυναικείου υποκειμένου συνταιριάζεται με τον καταρρέοντα λόγο και κόσμο. Η Μήδεια δεν διαφέρει ουσιωδώς από τις άλλες γυναικείες μορφές του Κοντραφούρη παρά την επένδυση με το σχήμα του μύθου. Είναι και εκείνη κατεστραμμένη ψυχικά από την εγκατάλειψη, την αποσύνθεση του γάμου της. Δεμένη με μία μαζοχιστική σχέση με τον άνδρα – αίτιο της φθοράς της διαρρηγνύει τον δεσμό της οικογενείας διαρρηγνύοντας την ίδια την αυτοσχεσία της. Αποτελεί – κατά την γνώμη μας – το πληρέστερο, ριζοσπαστικότερο δραματουργικά και καλύτερο ποιητικά έργο του Κοντραφούρη.

ΞΕΚΙΝΑΩ ΠΑΛΙ
ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΟΥ ΑΛΛΟΥ ΝΑ ΠΑΩ
ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΑΛΛΟΥ
ΠΑΡΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΗ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ
ΠΑΡΤΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ
ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
ΟΛΑ ΤΑ ΠΙΟ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΤΕ ΤΑ

Τα Μισοφέγγαρα συνιστούν οκτώ μονόπρακτα ως αυτόνομες θεατρικές πράξεις – δομή που παραπέμπει στον Μπρεχτ. Όπως επισημαίνει ορθά ο Σαμπατακάκης, τα Μισοφέγγαρα είναι το μοναδικό κείμενο του Κοντραφούρη με παραδοσιακή δραματική φόρμα χωρίς να εγκαταλείπεται η ποιητικότητα του κειμένου και η ελλειπτικότητα της γραφής. Αντίθετα, με την συντομία, την πυκνότητα και την αποσπασματικότητα τους, επενδύοντας στο παράλογο (επάλληλοι μονόλογοι, ασαφείς, αλλοτριωμένοι χαρακτήρες, αρχετυπικοί συμβολισμοί) κερδίζουν σε δραστικότητα και ένταση που – συνδυαζόμενα με την θεματική της έκπτωσης στο μηδέν της πάσχουσας ύπαρξης – συνιστούν ένα καυστικότατο αλλά απαραίτητο σχόλιο για την αυτογνωσία του σύγχρονου υποκειμένου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Πού;
Δεν υπάρχει που.
Έλα να δεις μια γάτα
Πως περπατάει απέναντι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Δεν θέλω.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Έλα να τη δεις.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Δεν θέλω να τη δω.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Θα μπορούσε να ήταν μια αφορμή.
Για να έρθεις κοντά μου.
Θα μπορούσε να ήταν μια αφορμή.
Για να με πλησιάσεις.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Θα μπορούσες να μου το ζητήσεις.

 

Η Φαίδρα γράφθηκε το 2006 και δεν έχει ανέβει θεατρικά μέχρι σήμερα. Είναι σύντομο, ποιητικό κείμενο σε πεζό λόγο που διασκευάζει την γνωστή τραγωδία του Ευριπίδη. Και εδώ αναπαράγεται η θεματική της πάσχουσας από την επιθυμία και την ματαίωση γυναικείας υποκειμενικότητας που διαπερνά τα περισσότερα κείμενα του Κοντραφούρη. Η πρωτοτυπία της σε σχέση με τα υπόλοιπα έργα του έγκειται στο ότι συνιστά παράλληλα και μία ενδιαφέρουσα άσκηση ύφους. Κατά τον Σαμπατακάκη, η τραχιά, ευάγρια λαϊκότροπη δημοτική γλώσσα του κειμένου θυμίζει το ύφος και τις λεκτικές επιλογές των δημοτικιστών μεταφραστών των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών, του Γρυπάρη και του Ρώτα. Βέβαια, στα περισσότερα έργα του ο Κοντραφούρης επιλέγει συνειδητά να κάνει χρήση λαϊκότροπης γλώσσας αλλά αυτή εκφράζει το ήθος των προσώπων, την κοινωνική τους καταγωγή και την ιστορική τους θέση. Έτσι, η Φαίδρα, συνοψίζοντας κάποια από τα χαρακτηριστικά του ύφους της τελευταίας περιόδου του, εδράζεται στο μεταίχμιο μεταξύ της προσωπικής, πρωτότυπης γραφής και των λογοτεχνικών αναφορών ή και προϋποθέσεων του Κοντραφούρη, ένα ζήτημα που επανέρχεται έντονο στο επόμενο και τελευταίο έργο του, την Ιοκάστη


ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΠΑΛΙΚΑΡΙ Ο ΑΝΤΡΑΣ, ΝΙΩΘΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΟΥΛΟΣ, ΑΜΑ ΞΕΡΕΙ ΤΙΣ ΝΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ. ΚΑΙ ΤΟΥΤΑ ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΞΙΖΟΥΝΕ. ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΓΑΛΗΝΙΑ, ΓΝΩΜΗ ΔΙΚΙΑ! ΚΙ ΑΜΠΟΤΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕ ΟΛΟΥΣ, ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ, ΕΝΑΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΙΔΟΥΝ ΤΑ ΜΟΥΤΡΑ ΤΟΥΣ ΚΙ ΕΓΩ ΠΟΤΕΣ Μ’ ΑΥΤΟΥΣ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΤΥΧΩ. 

Έτσι, φτάνει στο τελευταίο, την Ιοκάστη, την οποία γράφει το 2007, μέχρι και τις τελευταίες του στιγμές προ του θανάτου του. Το κείμενο αποτυπώνει με απόλυτη καθαρότητα και δραματουργική δύναμη το ψυχορράγημα τόσο σε θεματικό όσο και σε μορφολογικό επίπεδο. Όπως και το Μήδεια. Η Έξοδος, και – σε μεγάλο βαθμό – και η Φαίδρα, διαθέτει και η Ιοκάστη τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τελευταίας συγγραφικής του περιόδου σε επίπεδο ύφους και θεματικής. Ποιητικό, πρωτοπρόσωπο μονολογικό κείμενο με στίχους κατά πλειοψηφία μονολεκτικούς, χωρίς στίξη, σχεδόν μόνο με κεφαλαία, χωρίς σαφείς θεματικές ενότητες – παρά την αριθμητική διάκριση σε κεφάλαια – και με σαφώς ως τα άκρα παραληρηματικό χαρακτήρα. Στην Ιοκάστη δεν υπάρχει απλώς ένα πάσχων γυναικείο, μυθολογικό υποκείμενο αλλά η ακριβής περιγραφή της διαρκούσας και νομοτελειακής αποσύνθεσης των ορίων της αυτοσυνείδησης, της υποκειμενικότητας, του Εγώ και του πεδίου που το συγκροτεί, ήτοι του λόγου. Η Ιοκάστη σχεδόν μόνο ονομαστικά συνδέεται με το μυθολογικό προσωπείο της, στην πραγματικότητα – πέρα από την αναπόφευκτη ταύτιση με τον ίδιο τον ποιητή της – το «άδειασμα του μυθολογικού πλαισίου» της συνιστά μία φλογερή κατάφαση στην καθολικότητα της τραγικής εμπειρίας αναδεικνύοντας τον αποσυντεθειμένο ανθρώπινο λόγο στο ξέφωτο της ποιητικότητας του. Όλα τα στοιχεία της γραφής, η συμπύκνωση στην λεκτική δύναμη ενός ουσιαστικού ή ενός ρήματος και στο αλληγορικό άλμα των συνειρμών, συντελούν σε μία χωρίς προηγούμενο στα κείμενα του Κοντραφούρη προσπάθεια να διασωθεί το υπόλοιπο αυτής της υπαρξιακής και ποιητικής εμπειρίας. Και αν αυτό το κείμενο με τους θεατρικούς του τρόπους – όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα έργα του Κοντραφούρη – και με τις λογοτεχνικές του προϋποθέσεις δημιούργησε δυσκολίες στην απόδοση και ανάμεικτες αντιδράσεις στη δική μας αντίληψη, δεν μειώνει την σπαρακτική του δύναμη που αναμφίβολα εκλύεται ανόθευτα από την ανάγνωση του. Ο Σαμπατακάκης στην Εισαγωγή του προεξαγγέλει μία εκτενέστερη και πληρέστερη πραγμάτευση του κειμένου που αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον προκειμένου να τεθούν αναλυτικότερα ζητήματα που θίγουν εξαιρετικά περίπλοκες και προβληματικές περιοχές. 

ΠΑΝΤΡΕΥΟΜΑΙ 
ΤΙΣ 
ΟΡΟΦΕΣ 
ΤΙΣ 
ΠΙΟ 
ΨΗΛΕΣ 
ΚΟΡΦΕΣ 
ΜΟΝΑΧΟΓΙΩΝ 
ΒΡΑΧΩΝ 
ΑΡΘΡΩΣΕΙΣ 
ΜΠΡΑΤΣΑ 
ΠΑΝΙΑ 
ΥΦΑΣΜΑΤΑ 
ΡΑΜΜΕΝΑ ΣΤΑ 
ΜΕΤΡΑ ΤΟΥ ΛΑΚΚΟΥ ΠΟΥ 
‘ΣΚΑΨΑ 
ΜΕ 
ΤΗΝ 
ΚΟΙΛΙΑ ΜΟΥ
 


Η Εισαγωγή του Γιώργου Σαμπατακάκη είναι πολύ κατατοπιστική ως πρώτη προσπάθεια συνολικής αποτίμησης του έργου του Κοντραφούρη. Η ανάλυση του πυκνή, γραμμένη σε γλώσσα ακαδημαϊκή αλλά και αρκετά προσιτή, αποδίδει το κύρος που δικαιούται η γραφή του Κοντραφούρη και εγκαθιστά το ποιητικό του μέγεθος στο βάθρο των σημαντικών, πρωτοπόρων δημιουργών. Τα σημεία και τα επιχειρήματα των αναλύσεων εμπλουτίζονται μέσα από την αντιπαράθεση με το πρωτότυπο έργο καθώς και με τα στοιχεία των περιφερειακών πληροφοριών, αξιοποιώντας άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, συνεντεύξεις και βιογραφικές μαρτυρίες χωρίς, ωστόσο, να εκπίπτει σε αγιογράφηση και άλλες βιογραφικές παθογένειες. Συνολικά, η παρουσία της βοηθά σημαντικά τόσο τον αναγνώστη που πρώτη φορά έρχεται σε επαφή με το έργο του Κοντραφούρη όσο και αυτών που έχουν ήδη μία επαφή με το έργο του μέσα από τις παραστάσεις που έχουν μέχρι σήμερα ανέβει. 

Ο Πρόλογος του Θόδωρου Τερζόπουλου, μικρός και γραμμένος ως προσωπική απεύθυνση στον ποιητή αλλά και ως μαρτυρία, προσθέτει ένα αδιαμφισβήτητα σημαντικό στοιχείο: την περιγραφή της διονυσιακής, εκ – στατικής παρουσίας και πνευματικότητας του ίδιου του ποιητή που μόνο η διεισδυτική, οξύτατη όραση του σκηνοθέτη μπορεί να διαθέτει. 

Θα ήταν σημαντικό η έκδοση να συνοδευόταν και από άλλα παραρτήματα με σχόλια, αποσπάσματα ή και ολόκληρα τμήματα από τις συνεντεύξεις του Κοντραφούρη, άρθρα εγκωμιαστικά και μη που γράφθηκαν για το έργο του, πίνακες λεξιλογίου ή και ένα λεπτομερέστερο χρονολόγιο της καλλιτεχνικής πορείας του Κοντραφούρης αλλά, οπωσδήποτε, και χωρίς αυτά η έκδοση είναι επαρκής. Ευχόμαστε ότι η εξαιρετική εργασία που έγινε για την διαμόρφωση της θα οδηγήσει σε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος – ακαδημαϊκού, θεατρικού και αναγνωστικού – για την γραφή αυτή και ότι θα συντελέσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην προβολή του συνολικού έργου του Κοντραφούρη. 

Πρόθεση αυτού του σημειώματος δεν ήταν η εξαντλητική ανάλυση των παρατιθέμενων έργων στον τόμο αλλά μία επιδερμική παρουσίαση τους ώστε να καταδειχθεί η σημασία τους. Ενδεχομένως προκύψουν στο μέλλον λεπτομερέστερες επισκοπήσεις, προϊόντος του χρόνου, σε κάποια από τα έργα αυτά.